- επιβοηθώ
- επιβοήθησα, μτβ. και αμτβ., βοηθώ πρόσθετα, προσφέρω πρόσθετη βοήθεια, συμβάλλω στο να βοηθηθεί κάποιος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιβοηθώ — (AM ἐπιβοηθῶ, έω) νεοελλ. βοηθώ επί πλέον αρχ. 1. βοηθώ 2. στέλνω ή έρχομαι για βοήθεια εναντίον κάποιου (ὅπως οἱ Ἀθηναῑοι... ταῑς ναυσίν... ἐπιβοηθήσωσιν», Θουκ.) … Dictionary of Greek
επιβοηθητικός — ή, ό αυτός που παρέχει πρόσθετη βοήθεια («επιβοηθητικά μέσα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιβοηθώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Χρ. Βάφα] … Dictionary of Greek
παρεπιβοηθώ — έω, Α [επιβοηθώ] βοηθώ κάποιον από κοντινή απόσταση … Dictionary of Greek
προσεπιβοηθώ — έω, Α [ἐπιβοηθῶ] έρχομαι κι εγώ σε βοήθεια κάποιου … Dictionary of Greek
συνεπιβοηθώ — έω, ΜΑ [ἐπιβοηθῶ] έρχομαι μαζί για βοήθεια κάποιου … Dictionary of Greek